διαμινο-

διαμινο-
πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλενοδιαμίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματική αμίνη, διαμινοπαράγωγο τού βενζολίου, γνωστό και ως διαμινο βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylenediamine < phenylene (βλ. φαινυλένιο) + diamine «διαμίνη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”